ἀπορρήξωσιν

ἀπορρήξωσιν
ἀπορρήγνυμι
break off
aor subj act 3rd pl
ἀπορρήσσω
aor subj act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υποπρήθομαι — Α αρχίζω να πρήζομαι («ἵνα ὄγκου προσγενομένου αὐτοῑς ὑποπρησθέντος ἀπορρήξωσιν ἑαυτῶν τὸ ἔλυτρον», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πρήθω «ανάβω κάτι φυσώντας το» (< θ. πρη τού πίμ πρημι «καίω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”